νεοτήσιος

νεοτήσιος
νεοτήσιος, ον,
A youthful,

ὥρη Ps.-Phoc.213

;

σκίρτημα Antipho Soph.49

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεοτήσιος — νεοτήσιος, ον (Α) [νεότης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεότητα ή στον νέο, ο νεανικός …   Dictionary of Greek

  • νεοτήσιον — νεοτήσιος youthful masc/fem acc sg νεοτήσιος youthful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτησίῳ — νεοτήσιος youthful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”